- τύκισμα
- τῠκ-ισμα, ατος, τό,A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.);
λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3
, cf.HF1096.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3
, cf.HF1096.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύκισμα — τὸ, Α [τυκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυκίζω* … Dictionary of Greek
τυκισμάτων — τύκισμα a working of stones neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσμασι — τύκισμα a working of stones neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσμασιν — τύκισμα a working of stones neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσματα — τύκισμα a working of stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσματι — τύκισμα a working of stones neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)